εξαιρετέος — α, ο 1. που πρέπει να εξαιρεθεί, που δε δικαιούται να περιληφθεί κάπου, ο εξαιρέσιμος. 2. φρ., «εξαιρετέα ημέρα», ημέρα αργίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαιρετέα — ἐξαιρετέος to be taken out neut nom/voc/acc pl ἐξαιρετέᾱ , ἐξαιρετέος to be taken out fem nom/voc/acc dual ἐξαιρετέᾱ , ἐξαιρετέος to be taken out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετέον — ἐξαιρετέος to be taken out masc acc sg ἐξαιρετέος to be taken out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετέοι — ἐξαιρετέος to be taken out masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετέους — ἐξαιρετέος to be taken out masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετέως — ἐξαιρετέος to be taken out masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek
εξαιρέσιμος — η, ο 1. που μπορεί να εξαιρεθεί. 2. που έχει λόγους απαλλαγής, εξαιρετέος: Εξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος. 3. Φρ., «εξαιρέσιμη ημέρα», η μη εργάσιμη ημέρα, ημέρα αργίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)